Κατά την Επανάσταση του 1854

  Η εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση στην Ηπειροθεσσαλία κατά το 1854 έγινε με τη συμμετοχή όλων των Ελλήνων, ελεύθερων και υπόδουλων, και με τη συμπαράσταση του βασιλικού ζεύγους Όθωνα και Αμαλίας, καθώς και με τους επιζώντες αγωνιστές του 1821. Ο αγώνας εκείνος που συνέπεσε με τη διεξαγωγή του Κριμαϊκού πολέμου, είχε μεγάλες επιτυχίες και ίσως θα απελευθερωνόταν η Θεσσαλία, αν δεν επενέβαιναν οι Αγγλογάλλοι για να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα της Τουρκίας.
   Κατά τον αγώνα, λοιπόν, εκείνο πολλοί Καϊτσιώτες ακολούθησαν τον αρχηγό υποστράτηγο Χριστόδουλο Χατζηπέτρο, τον Θεόδωρο Ζιάκα, τον απότακτο λοχία Νικ.Λεωτσάκο και τον Γεώργιο Καταραχιά.
  Στις 16 Φεβρουαρίου 1854 ο οπλαρχηγός Γεώργιος Καταραχιάς με αρκετούς επαναστάτες διαμέσου του παραμεθορίου τότε χωριού Ασβέστη, συνεργαζόμενος και με ντόπιους άνδρες εξορμά κατά της εκ 17 Τουρκαλβανών φρουράς της Καΐτσας, εκδιώκει τους Τουρκαλβανούς και απελευθερώνει την Καΐτσα. Εκεί κατέφθασε και ο οπλαρχηγός Θεόδ. Ζιάκας, ερχόμενος από το Καστρί Φθιώτιδας συνοδευόμενος από το «Σώμα των Ολυμπίων Μακεδόνων». Στρατοπέδευσαν όλα αυτά τα τμήματα στην Καίτσα και στην Δρανίστα επί δύο ημέρες. Στις 18 Φεβρουαρίου ο μεν Καταραχιάς φεύγει για το Σμόκοβο, ο δε Ζάκας, αφού από την Καΐτσα έγραψε σχετική επιστολή στον υπεύθυνο της Λαμίας μοίραρχο Γεώργιο Κροκίδα, τράβηξε για τη Θεσσαλία στις 21 Φεβρουαρίου.
  Η παραπάνω όμως προσπάθεια, όπως είπαμε,  δεν ευοδώθηκε λόγω της «κατοχής» που επέβαλαν οι Αγγλογάλλοι στον Πειραιά και τον αποκλεισμό της Ελλάδος και λόγω της αναγκαστικής πολιτικής μεταβολής στην Ελληνική Κυβέρνηση.
  Οι Τουρκαλβανοί επέστρεψαν και ο νέος γενικός Δερβέναγας, που διορίσθηκε από την Πύλη στη Θεσσαλία, Τουρκαλβανός Τσέλιος Πίτσαρης «έπνεε μένεα» κατά των Χριστιανών.
  Για ασήμαντες αφορμές βασάνιζαν και φυλάκιζαν τους υπόδουλους που έχαναν και τα υπάρχοντά τους. «Γαγγραινώδεις ήσαν αί πληγαί, τας οποίας υπέστησαν οι λαοί των επαρχιών και 100 χωριά κυριολεκτικώς ερημώθησαν» λέγει ο συγγραφέας Π. Αραβαντινός. Από τον φόβο της εκδικήσεως εκ μέρους των επανελθόντων Τουρκαλβανών, αναγκάσθηκαν και πάλι οι Καϊτσιώτες να ζητήσουν καταφύγιο στη Φθιώτιδα.

  Κατά την Επανάσταση του 1866 - 1869

  Δεν πέρασαν 15 χρόνια από τη Θεσσαλική επανάσταση του 1854 και νέος απελευθερωτικός αγώνας ξέσπασε στη Θεσσαλία το 1866 με αφορμή την άλλη ταυτόχρονη μεγάλη Κρητική Επανάσταση. Ήδη από το 1860 στην Ήπειρο και αργότερα στη Θεσσαλία είχε συσταθεί «Προσωρινή Κυβέρνησις» με σκοπό το συντονισμό των ενεργειών υποδούλων και ελεύθερων για την απόκτηση της προσφιλούς ελευθερίας. Το 1866, με την υποκίνηση του βασιλιά Γεωργίου και την προτροπή του πρωθυπουργού Επαμεινώνδα Δεληγεώργη και εν συνεχεία του υπουργού εξωτερικών Χαριλάου Τρικούπη έγινε έκρηξη της Θεσσαλικής Επαναστάσεως από πόθο προς την ελευθερία και για αντιπερισπασμό των Τούρκων, που προσπαθούσαν να κατασβέσουν την επανάσταση στην Κρήτη.
  Ο κλεφτοπόλεμος εκείνος κράτησε πάνω από τρία χρόνια και διεξαγόταν στην παραμεθόριο από τον Αλμυρό μέχρι την Ήπειρο. Κατ΄ανάγκη και η Καΐτσα βρέθηκε στη δίνη των πολεμικών εκείνων επιχειρήσεων. Μάλιστα μετά τη διάλυση του επαναστατικού στρατοπέδου των Πετριλίων Αγράφων κατά τις αρχές του 1867 πολλοί επαναστάτες μετακινήθηκαν προς τα σύνορα και έφθασαν στην Παλιογιαννιτσού, στην Καΐτσα, στο Νεζερό και προς τα μέρη της Γούρας.
  Καθώς όμως περνούσαν το μεθοριακό χωριό Νεζερό ('Αγιος Στέφανος) παρακίνησαν και βοήθησαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν το οθωμανικό έδαφος και να μετοικήσουν στο ελληνικό. Ασφαλώς και τότε πολλοί Καϊτσιώτες μετέφεραν τις οικογένειές τους για ασφάλεια στα ελληνικά τότε χωριά Φτέρη, Μάκρυση, Καστριώτισσα κλπ., όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως.
  Με την επέμβαση όμως και πάλι των ξένων, κατά τις αρχές του 1869 έσβησε και η επανάσταση εκείνη χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα.

  Η Επανάσταση του 1876 - 1878 και η απελευθέρωση της Καΐτσας το 1881

  Το 1876 εντάθηκαν πάλι οι πολεμικές διαθέσεις των υποδούλων και άρχισαν να σχηματίζονται καπετανάτα στην περιοχή Δομοκού. Το σημαντικότερο καπετανάτο είχε έδρα στο Νεοχώρι Δομοκού και διοικούνταν από τριμελή επιτροπή 1) από τον ιερέα του Νεοχωρίου Παπαδημήτρη Κανάκη, 2) από τον Ομβριακίτη Βασίλη Κόκκινο, 3) τον Δημ. Αβαριτσιώτη ή Γουρνά από τη Μελιταία και γραμματέα τον Δομοκίτη Δημήτρη Μάμμο.
  Τα παραμεθόρια χωριά επαναστάτησαν μόλις ξέσπασε ο αγώνας στη Θεσσαλία και οι επαναστάτες ενισχύθηκαν από την εισβολή στο οθωμανικό έδαφος του Τακτικού Στρατού υπό τον Σκαρλάτον Σούτσον.
  Στον αγώνα εκείνο αναφέρεται επωνύμως και ο Καϊτσιώτης Καπάλας Αντώνιος (1850-1926), που έλαβε μέρος και στις πολεμικές επιχειρήσεις. Ο Αντώνιος Καπάλας εκλέχθηκε και βουλευτής Καρδίτσης το 1910. Ο αδελφός του Γεώργιος Καπάλας χρημάτισε Δήμαρχος Ταμασίου και ο γιός του Δημάρχου Αθανάσιος (+1925) σπούδασε γιατρός στη Γαλλία. Κατά τον πόλεμο του 1878 ο Αντώνιος Καπάλας ήταν επιτελικός γιατρός του σωματάρχη Τερτίπη. Ασφαλώς και άλλοι Καϊτσιώτες θα έλαβαν μέρος.
Το ευνοϊκό κλίμα που δημιουργήθηκε από τον αγώνα εκείνο στη Θεσσαλία επηρέασε ίσως και τους συμμετέχοντες στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878, υπό τον Βίσμαρκ, που κήρυξαν την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881 και έδωσαν την ελευθερία στη Θεσσαλία, μαζί και στην Καΐτσα.

  Κατά το 1897

  Με την έκρηξη του άτυχου Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, η περιοχή Δομοκού έγινε και πάλι θέατρο μαχών. Οι υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις νίκησαν τα υποχωρούντα ελληνικά στρατεύματα και στις 6 Μαΐου 1897, η περιοχή Δομοκού, συνεπώς και η Καΐτσα, περιέρχονται εκ νέου στα χέρια των Τούρκων.
  Η νέα Τουρκοκρατία κράτησε για μερικούς μόνον μήνες, μέχρι της εφαρμογής της ταπεινωτικής ανακωχής που υπέγραψε η Ελλάδα, με τη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Τα οχυρωθέντα στον Δομοκό ελληνικά τμήματα υπερφαλαγγίσθηκαν και εξαναγκάσθηκαν σε πλήρη υποχώρηση. Ο ταξίαρχος Σμολένσκης δεν εκτίμησε καλά την κατάσταση και δεν συνεργάσθηκε με τον διάδοχο Κωνσταντίνο, με αποτέλεσμα την άτακτη υποχώρηση.
  Κατά το διάστημα των συγκρούσεων οι κάτοικοι έφυγαν προς τη Σπερχειάδα. Ο Περικλής Βαρατάσης από την Εύβοια με ένα λόχο εισέβαλε και πάλι στην ανακαταληφθείσα Θεσσαλία και στρατοπέδευσε  στο Χατζηεμήρ. Εκεί τραυματίσθηκε με τρεις Γαριβαλδηνούς. Μεταφέρθηκαν στη Δρανίστα κι εκεί ο Βαρατάσης πέθανε. Ο απόηχος του θανάτου του ηρωικού Βαρατάση έφθασε και στην Καΐτσα.
  Κατά το 1897 σκοτώθηκε από τους Τούρκους και ο εκλεγμένος από το 1895 Δήμαρχος Ταμασίου Γεωργάκης Αθαν.Καπάλας, ικανός Καϊτσιώτης, πιθανώς ύστερα και από συκοφαντίες αντιπάλων του.
  Εκτός από τον Καπάλα, σκοτώθηκε επίσης και ο Ν.Λύκος, ως εξής : Όταν ήλθαν οι Τούρκοι το 1897 στο χωριό μας, πολλοί Καϊτσιώτες έφυγαν με τις οικογένειες τους στη Σπερχειάδα. Οι Τούρκοι εγκατέστησαν ένα τάγμα στα Φούρνια και ένα λόχο στο Βοϊδόγρεκο. Κάποιες οικογένειες Σπουρναίων, Πετραίων, Παπαδοικοτσωλαίων κλπ. έμειναν στον παλιό Αϊ-Νικόλα. Μια ομάδα Καϊτσιωτών από 15 περίπου άτομα (Δ. Καπάλας, Γ.Πανογλέπης, Παπαδής, Φεράτης, Κουτρουμπαίοι, Ν.Λύκος, Βασικώστας, Βούκας, Καρπούζας Αθαν., Κρούπας, Β.Ψαλλίδας κλπ.) με αρχηγό βέβαια τον Δήμαρχο Δημήτριο Καπάλα, πήγαν να πάρουν τα τούρκικα μουλάρια που βοσκούσαν στο λιβάδι. Έκοψαν ένα μέρος από αυτά και μέσω Τριανταφυλλιάς-Κουβατιού επεδίωξαν να φύγουν για Φθιώτιδα. Τους αντιλήφθηκαν από τον Κούκο οι Τούρκοι, τους κυνήγησαν και τραυμάτισαν θανάσιμα τον Ν.Λύκο, κόπηκε η ζώστρα του μουλαριού του και έπεσε φωνάζοντας «πάρτε με … πάρτε με». Ο Β. Βούκας φορούσε φουστανέλα. Ο Β.Ψαλλίδας πυροβόλησε προς τους Τούρκους και έφυγε. Ο τόπος όπου έπεσε ο Ν.Λύκος, ονομάζεται μέχρι σήμερα Λυκόρεμα.
  Οι Τούρκοι όμως προχώρησαν και σε άλλο κατόρθωμα. Επειδή κάποιοι τους έκλεψαν ένα βόδι, εκείνοι υποπτεύθηκαν τους Καϊτσιώτες και για εκδίκηση πήγαν στην Παλιοκαΐτσα και με γκασμάδες γκρέμισαν όσα σπίτια ήταν όρθια. Την εκκλησία (πιθανώς την Παναγία), τη χώρισαν στα δύο και την χρησιμοποιούσαν ως αποχωρητήριο.



Απόσπασμα από τη μελέτη του κ. Δημητρίου Γ. Κουτρούμπα (Διδάκτορα Ιστορίας, Γεν. Επιθεωρητή Μ.Ε.).
Το 1992 στον 5ο τόμο της εκδόσεως «ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΔΟΜΟΚΟΥ».